- ῥυπαροφάγος
- ῥῠπᾰρο-φάγος [φᾰ], ον,A foul-feeding, Tz.ad Lyc.513.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρυπαροφάγος — ον, Μ αυτός που τρώει ρυπαρή, ακάθαρτη τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος] … Dictionary of Greek
ῥυπαροφάγον — ῥυπαροφάγος foul feeding masc/fem acc sg ῥυπαροφάγος foul feeding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)